- σκούπα
- η, Νβοτ.1. κοινή ονομασία τού φυτού Sorghum scoparium τού γένους σόργο, αλλ. σκουπόχορτο2. εργαλείο ή συσκευή για την απομάκρυνση τής σκόνης και τών απορριμμάτων, το σάρωθρο3. φρ. α) «ηλεκτρική σκούπα»τεχνολ. οικιακή ηλεκτρική συσκευή που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό δαπέδων, ταπήτων και επίπλων από τη σκόνη και άλλους στερεούς ρύπουςβ) «σκούπα τής μάγισσας»(φυτοπαθ.) έκπτυξη μεγάλου αριθμού παραμορφωμένων διακλαδισμένων βλαστών, σε πυκνή μάζα, τού κορμού ενός φυτού, η οποία προσδίδει σε ολόκληρο το φυτό ή σε ένα τμήμα του την όψη σκούπας ή φωλιάς πτηνού και που οφείλεται σε προσβολή από έντομα, ιούς, μύκητες, φυτόψειρες ή παρασιτικά φυτάγ) «λέω [ή ψέλνω] όσα σέρνει η σκούπα» — λέω πολλές βρισιές, βρίζω πάρα πολύδ) «βάζω γερή [ή μεγάλη] σκούπα» — κάνω εκκαθαρίσεις, κάνω κάθαρση.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scopa].
Dictionary of Greek. 2013.